πρωτότυπος

πρωτότυπος
-η, -ο / πρωτότυπος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που αποτελεί τον πρώτο, τον αρχικό τύπο άλλων πραγμάτων, αρχέτυπο
2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτότυπο
το πρώτο που έγινε, το αρχέτυπο από το οποίο παράγονται όλα τα άλλα
νεοελλ.
1. αυτός που δεν αποτελεί απομίμηση ή αντιγραφή ενός άλλου («πρωτότυπο ποίημα»)
2. αυτός που μοιάζει σαν να λέγεται ή να γίνεται για πρώτη φορά, ασυνήθιστος, καινοφανής («πρωτότυπη άποψη»)
3. (για πρόσ.) αυτός τού οποίου τα έργα ή τα λόγια έχουν έναν ιδιαίτερο ή ιδιόμορφο χαρακτήρα («πρωτότυπος ζωγράφος»)
4. φρ. α) «πρωτότυπη λέξη» — λέξη που δεν παράγεται από άλλη
β) «πρωτότυπος οφειλέτης» — ο κατά πρώτο λόγο υπόχρεος ως προς υποχρέωση που βαρύνει πολλούς οφειλέτες
γ) «πρωτότυπο έγγραφο»
(νομ.) το έγγραφο που καταρτίζεται για πρώτη φορά και για την εκπλήρωση τού σκοπού που επιδιώκεται με την κατάρτισή του
αρχ.
1. γραμμ. αυτός που έχει τον πρώτο τύπο, την πρώτη μορφή, ο πιο παλιός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρωτότυπος
ο πρώτος, αρχικός συμβαλλόμενος σε μία σύμβαση
3. φρ. «πρωτότυποι ἀντωνυμίαι» — οι προσωπικές αντωνυμίες.
επίρρ...
πρωτοτύπως ΝΜΑ, και πρωτότυπα Ν
νεοελλ.
με πρωτότυπο τρόπο, με πρωτοτυπία
αρχ.
αρχικώς, εν πρώτοις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -τυπος (< τύπτω), πρβλ. ζηλό-τυπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρωτότυπος — original masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτότυπος — η, ο 1. ο πρώτος, ο αρχικός τύπος άλλων πραγμάτων: Πρωτότυπο έγγραφο. 2. αυτός που δεν είναι απομίμηση, αντιγραφή ή μετάφραση άλλου: Πρωτότυπο λογοτεχνικό έργο. 3. αυτός που λέγεται ή γίνεται για πρώτη φορά, νέος, ιδιότυπος: Πρωτότυπη θεωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτοτύπως — πρωτότυπος original adverbial πρωτότυπος original masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτότυπον — πρωτότυπος original masc/fem acc sg πρωτότυπος original neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτύποιο — πρωτότυπος original masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτύποις — πρωτότυπος original masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτύπου — πρωτότυπος original masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτύπους — πρωτότυπος original masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτύπων — πρωτότυπος original masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτύπῳ — πρωτότυπος original masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”